Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ρίχνω τα

  • 1 ρίχνω

    ρίχτ||ω (αόρ. έρριξα) μετ.
    1) бросить, кидать; швырять;

    ρίχνω κάτω — бросать на землю;

    ρίχνω κάποιον κάτω — сбивать с ног кого-л.;

    2) класть, сыпать;

    ρίχνω ζάχαρη (αλεύρι) — класть сахар (муку);

    3) сваливать, валить; обрушивать;

    ρίχνω (τό) σπίτι — ломать, сносить дом;

    3) перен. свергать, низвергать;

    ρίχνω την κυβέρνηση — низвергать правительство;

    ρίχνω απ' το θρόνο — сверить с престола;

    4) метать;

    ρίχνω βέλος — пускать стрелу;

    5) стрелять;
    του 'ρίξε μιά πιστολιά он выстрелил в него из пистолета; 6) απρόσ.:

    ρίχνει χιόνι (βροχή — и т. п.) идёт снег (дождь и т. п.);

    ρίχνει νερό — хлещет дождь;

    § ρίχνω σκιά — отбрасывать тень;

    ρίχνω νερό — наливать воду;

    ρίχνω τ' αφτιά μου — робеть;

    ρίχνω ρίζες — укореняться, пускать корни;

    ρίχνω θεμέλιο — закладывать фундамент;

    ρίχνω ύψος — или ρίχνω μπόϊ — тянуться вверх, расти;

    ρίχνω κλήρο — бросать жребий; — устраивать жеребьёвку;

    ρίχν κανόνι — а) обанкротиться, разориться; — б) отказаться от долгов;

    ρίχνω σύνθημα (ιδέα) — выдвигать лозунг (идею);

    ρίχνω αγκυρα — бросать якорь;

    ρίχνω τό καράβι έξω — выбросить судно на берег;

    ρίχνω τό παιδί — выкинуть, преждевременно родить;

    ρίχνω λάδι στη φωτιά — подливать масла в огонь;

    ρίχνω μιά ματιά — бросить взгляд;

    ρίχνω τα μάτια ( — или τό βλέμμα) μου — обращать свой взор;

    ρίχνω κάτω τα μάτια — опускать глаза;

    ρίχνω τα ( — или στα) χαρτιά — а) гадать на картах; — б) раскладывать пасьянс;

    τό ρίχν εξω — а) веселиться с утра до вечера; — б) небрежно, безразлично относиться к своим обязанностям;

    τό ρίχνω στο... — пристраститься к чему-л.;

    τα ρίχνω σε άλλον — сваливать на другого;

    ρίχνω την ευθύνη σε άλλον — сваливать ответственность на другого;

    ρίχνω τό σφάλμα μου σε άλλον — сваливать с больной головы на здоровую;

    ρίχνομαι

    1) — бросаться, кидаться;

    2) набрасываться, обрушиваться (на кого-л.);
    3) приставать (к женщине)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ρίχνω

  • 2 ρίχνω

    [рихно] р бросать, кидать, швырять, (μεταφ.) сваливать.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρίχνω

  • 3 ρίχνω

    [рихно] р бросать, кидать, швырять, (μεταφ) сваливать.

    Эллино-русский словарь > ρίχνω

  • 4 ρίχνω

    [βυμπριβάτ'] ρ ξυρίζω

    Русско-эллинский словарь > ρίχνω

  • 5 ρίχνω

    фрла

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ρίχνω

  • 6 ρίχνω

    devirmek, saçmak, savurmak

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ρίχνω

  • 7 ρίχνω

    1) envoyer
    2) jeter

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > ρίχνω

  • 8 ρίχνω

    1) miotać czas.
    2) powalić czas.
    3) rzucać czas.
    4) zrzucać czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > ρίχνω

  • 9 ρίχνω

    1) házet
    2) hodit
    3) mrštit
    4) naházet
    5) svalit
    6) vrhat
    7) vrhnout
    8) vyhodit

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > ρίχνω

  • 10 ρίχνω

    1) dump
    2) pour
    3) throw
    4) topple
    5) toss

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ρίχνω

  • 11 Ρίχνω στάχτη στα μάτια

    Пускать пыль в глаза
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ρίχνω στάχτη στα μάτια

  • 12 svalit

    ρίχνω

    Česká-řecký slovník > svalit

  • 13 toss

    ρίχνω

    English-Greek new dictionary > toss

  • 14 powalić

    ρίχνω

    Słownik polsko-grecki > powalić

  • 15 насыпать

    ρίχνω, χύνω (κάτι στερεό, π.χ. άμμο, σιτάρι).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > насыпать

  • 16 перекапать

    ρίχνω περισσότερες σταγόνες (από το κανονικό).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекапать

  • 17 сыпать

    ρίχνω, ρίπτω, χύνω (κάτι στερεό, π.χ. σιτηρά, όσπρια)
    -ся χύνεται (για κάτι στερεό, π.χ. ζάχαρη)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сыпать

  • 18 düşürmek

    ρίχνω, μου πέφτει, καταρρίπτω

    Türkçe-Yunanca Sözlük > düşürmek

  • 19 сваливать

    сваливать
    несов
    1. (опрокидывать) ρίχνω χάμω, καταρρίπτω:
    \сваливать кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω·
    2. перен (свергать) разг ρίχνω·
    3. (в одно место) разг στοιβάζω:
    \сваливать в ку́чу σωριάζω, ρίχνω σωρό·
    4. перен разг ρίχνω:
    \сваливать вину́ на другого τά φορτώνω στήν καμπούρα ἄλλου· \сваливать на кого-л. ответственность ρίχνω τήν εὐθύνη σέ κάποιον \сваливать с больной головы на здоровую погов. ρίχνω τό σφάλμα μου σέ ἀλλον.

    Русско-новогреческий словарь > сваливать

  • 20 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

См. также в других словарях:

  • ρίχνω — ρίχνω, έριξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος 1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα. 2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία. 3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες. 4. πυροβολώ: Του ριξε και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] …   Dictionary of Greek

  • διπλοθεμελιώνω — ρίχνω διπλά θεμέλια, θεμελιώνω πολύ γερά …   Dictionary of Greek

  • εκσφενδονίζω — ρίχνω μακριά με ορμή σαν να κρατώ σφενδόνα …   Dictionary of Greek

  • κερματοβολώ — ρίχνω με παλαιού τύπου πυροβόλο πλοίου κερματοδέσμη* ή κερματοθήκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο βολώ, πυρο βολώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. titer amitrailles. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • κρυφορίχνω — ρίχνω κάτι κρυφά …   Dictionary of Greek

  • λοξοβάλλω — ρίχνω κάτι λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξά + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • αναβάλλω — (Α ἀναβάλλω) 1. ενεργ. μεταθέτω τον χρόνο εκτελέσεως κάποιου πράγματος σε μελλοντικό χρόνο, δεν τό εκτελώ αμέσως, τό αφήνω για αργότερα 2. παθ. ορίζομαι για αργότερα νεοελλ. 1. κάνω λόγο για κάποιον ή κάτι, αναφέρω 2. μιλώ δυσφημιστικά για… …   Dictionary of Greek

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»